O Λύχνος
Μια ιστορία του Σιμιτσάκη Μανώλη
Τέλη Αυγούστου 1882, σε ένα λιβάδι με ένα φτωχό ξύλινο σπίτι που έστεκε καταμεσής. Απ’ έξω, ένας λεπτοκαμωμένος μπόμπιρας, που δε θα ξεπερνούσε τα οχτώ χρόνια ζωής, με κοντό και σκισμένο σε αρκετά σημεία παντελόνι, ξυπόλυτος, έκοβε κούτσουρα. Παρά την ηλικία του, το μέγεθός του και μερικές αδέξιες τσεκουριές, άνετα πίστευε κανείς, εάν απλά άκουγε από μακριά, πως τα χτυπήματα προέρχονταν από δυνατά χέρια έμπειρου ξυλοκόπου. Πού να φανταζόταν πως ο μπόμπιρας σχεδόν έκλεινε τα μάτια και απόστρεφε το πρόσωπο σε κάθε κοπάνημα.
Δίπλα από το σπίτι δεν υπήρχε το μαντρί που θα περίμενε κανείς, όπως στα περισσότερα απομονωμένα σπίτια της εποχής, παρά μονάχα ένα κοτέτσι με δύο τρεις κοκαλιάρικες κότες που, όποτε θυμούνταν, έκαναν κάνα γκρίζο αβγό. Απόν ήταν και το κλασσικό μεγάλο πεύκο να το σκιάζει από τον ανελέητο για εκείνο ήλιο, που είχε ξεράνει κάθε σανίδι του και το είχε σχεδόν ασπρίσει από φόβο, ενώ δεν υπήρχε ούτε το πηγάδι ή η ρεματιά που θα το δρόσιζε. Ήταν ολομόναχο, αλλά περήφανο, κι ας κόντευε να διαλυθεί η στέγη του, κι ας έμπαιναν νερά και αέρηδες από τα σπασμένα παράθυρα τον χειμώνα. Ολόφρεσκη πληγή που τον χειμώνα φούσκωνε και ξάτμιζε κάθε καλοκαίρι.
Όταν ο μπόμπιρας τελείωσε με το πελέκημα των ξύλων και τα στοίβαξε στον τοίχο, πάντα με τον φόβο μην του γκρεμιστούν είτε αυτά είτε ο τοίχος, προχώρησε παραπέρα, προς έναν κουβά με νερό και έβαλε τα χέρια του μέσα για να ανακουφιστούν. Ύστερα, έπλυνε το πρόσωπο του και το σκούπισε με ένα λερωμένο πανί που στεκόταν στο περβάζι του παραθύρου. Σκούπισε και τον σβέρκο του από τον ιδρώτα και το ακούμπησε πάλι στη θέση του, δίπλα από το σπασμένο παράθυρο. Άρπαξε τον κουβά και χάθηκε για μερικά λεπτά μέσα στο σπίτι και, όταν αργότερα βγήκε με λίγο πιο δυσαρεστημένο ύφος, πήρε ένα μονοπάτι που κυλούσε δίπλα από το σπίτι και χανόταν μέσα σε αγριόχορτα και σε λόφους παραπέρα. Θα ‘ταν μεσημέρι όταν ξεκίνησε και απόγευμα όταν επέστρεψε. Τώρα, κουβαλούσε τον κουβά και με τα δυο του χέρια και, καθώς πλησίαζε, φαινόταν πως πάσχιζε πολύ περισσότερο από ό,τι όταν έφυγε. Μπήκε μέσα στο σπίτι βαριανασαίνοντας και απόθεσε τον γεμάτο με νερό κουβά στη γωνία του σπιτιού με προσοχή, σαν να μην ήθελε να χυθεί ούτε σταγόνα.
Το σπίτι, δυο δωμάτια όλα κι όλα, βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση μέσα από ό,τι έξω. Το ξύλινο πάτωμα ήταν σκασμένο σε αρκετά σημεία και, όπου δεν ήταν, είχε φουσκώσει τόσο, που δημιουργούνταν άτακτοι λόφοι δεξιά και αριστερά. Κάθε λογής ζωύφιο που το βασίλειο του χωρούσε σε μια απλή τρύπα τούτης της παράγκας, έπρεπε να καταβάλει τεράστιες ορειβατικές αλλά και προσανατολιστικές προσπάθειες για να καταφέρει να φτάσει από τον έναν τοίχο στον απέναντι. Το τραπέζι στο κέντρο του χώρου ήταν ό,τι πιο γερό υπήρχε εκεί μέσα και από τις καρέκλες που το συνόδευαν είχε απομείνει μονάχα η μία, κι αυτή με μια ρωγμή που πρόσφατα γεννήθηκε στο ψάθινο κάθισμά της. Τα ράφια στον τοίχο, που κρέμονταν ετοιμόρροπα σαν τσακισμένες γέφυρες, αλλά και η βρωμιά που έζεχνε σε κάθε έπιπλο και σανίδα, έφτιαχναν τη διάθεση κάθε επισκέπτη που πίστευε πως το δικό του σπίτι ήταν φτωχό ή ακατάστατο.
Ο μικρός κατευθύνθηκε σε ένα από αυτά τα ράφια αρπάζοντας μαζί του και την καρέκλα και, σκαρφαλώνοντας σε αυτήν, κατέβασε έναν σκονισμένο λύχνο. Τον τοποθέτησε στο τραπέζι και πήγε στη γωνία της καλύβας όπου κρεμόταν πρόχειρα ένα σεντόνι ως κουρτίνα, το οποίο αλλού ήταν κατάμαυρο, σαν να είχαν αδειάσει πάνω του κάποιο σταχτοδοχείο, κάποια σημεία ήταν κιτρινισμένα, σαν να το έγλυφε καπνός τσιγάρου για χρόνια, και πότε πότε μπορούσε να διακρίνει κανείς την πρασινάδα που αφήνουν τα φρέσκα χόρτα.
Τραβώντας το παραπέρα, αποκάλυψε μια γυναίκα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, κουκουλωμένη ως τον λαιμό με ένα σεντόνι λίγο πιο καθαρό από το προηγούμενο. Τα μαλλιά της φαίνονταν πλούσια και σίγουρα θα έλαμπαν, εάν δεν ήταν πιο θαμπά και από αραγμένο φινιστρίνι. Δεν πρέπει να είχε ξεπεράσει τα σαράντα της χρόνια, αλλά οι κακουχίες τής είχαν δημιουργήσει μια αρκετά γηραιότερη όψη, ανήμπορη να κάνει το οτιδήποτε, σκεβρωμένη και ταλαιπωρημένη, με πρόσωπο τόσο αδύνατο που σαν τρένου ράγες διαγραφόταν η οδοντοστοιχία πάνω στα μάγουλά της. Οι βολβοί των ματιών της σαν της κουκουβάγιας πετάγονταν πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα και το μέτωπό της ήταν τσιτωμένο με τέτοιο τρόπο που μονάχα ο θάνατος γνωρίζει να πλάθει.
Θα πίστευε κανείς πως η γυναίκα αυτή είναι ήδη νεκρή και το ίδιο ίσως πίστεψε κι ο μικρός, καθώς, μόλις την αντίκρισε, άρχισε να την κουνά από τον ώμο σαν αυτιστικό, φωνάζοντας με φωνή δελφινιού που χαρακτηρίζει τα παιδιά της ηλικίας του.
«Μαμά! Μαμά, σήκω! Σε παρακαλώ, μαμά, σήκω! Μην πεθάνεις, μαμά, ξύπνα!»
«Τι θες, διάολε;» είπε εκείνη με φωνή ήρεμου ηφαιστείου. «Τι θες, άτιμε; Πάλι το βρώμικό σου το μυαλό θες να χορτάσεις;», συνέχισε με μερικούς λιθοβολισμούς φρέσκιας λάβας. Το πιτσιρίκι αποτραβήχτηκε, όχι και τόσο τρομαγμένο, πισωπάτησε μέχρι το τραπέζι, σφάλισε τα μάτια του με τις παλάμες του και ψέλλιζε με ελαφρύ φόβο: «Όχι πάλι... Όχι πάλι... Σε παρακαλώ... όχι πάλι...»
Την επόμενη μέρα πιθανόν, μπορεί να είχαν περάσει και περισσότερες, εποχή σίγουρα δεν είχε αλλάξει ακόμη καθώς ο ήλιος ήταν το ίδιο λαμπερός και τα ξύλα βρίσκονταν ακόμη στοιβαγμένα, ο μικρός πετάχτηκε μέσα από το σπίτι και έφυγε τρέχοντας ακολουθώντας το μονοπάτι προς τους λόφους με βλέμμα προδομένου βασιλιά από τον ίδιο του τον στρατό...
Έβρεχε και τα ξύλα στον τοίχο είχαν νοτίσει. Υπήρχε από πάνω τους μια κουρελού που δεν μπορούσε να τα καλύψει όλα, αλλά είχε ήδη ποτίσει κι αυτή, και έτσι το νερό μπορούσε άνετα να τη διαπεράσει και να σαπίσει με τον καιρό τα κούτσουρα. Ο μικρός, όμως, δεν ενδιαφερόταν καθόλου, καθώς απολάμβανε, με ένα πλατύ χαμόγελο, το χαμόγελο και τα φτερά της μητέρας του, που τον νανούριζαν. Απαίσια στην όψη και πάλι, σαν ετοιμοθάνατη γοργόνα, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του προσφέρει...
Η υγρασία στα ξύλα ήταν πλέον εμφανής και η πρώτη μέρα της μούχλας πάνω τους είχε φθάσει. Ο πιτσιρίκος έψαχνε να βρει τα πιο στεγνά κούτσουρα κόβοντάς τα στη μέση για να δει εάν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καύση, αλλά σπάνια ήταν τόσο τυχερός. Τα περισσότερα ήταν ήδη κατεστραμμένα, σάπια, σαν τη φωνή που άκουσε όταν μετέφερε μερικά από αυτά μέσα στο σπίτι.
«Γύρισες;» είπε η μητέρα, που μόλις είχε σηκωθεί από τα υγρά της σεντόνια. Η νυχτικιά της, βρεγμένη και αυτή, κρεμόταν πάνω της και μύριζε σαν νεκρό σπέρμα.
«Έξω ήμουν και έκοβα ξύλα, μαμά».
«Μη μου λες ανοησίες... Μη μου λες ψέματα! Με ποια ήσουν;»
«Όχι. Μαμά, σε παρακαλώ!» ικέτευσε. Μερικά ξύλα τού έπεσαν κάτω. Εκείνη στηρίχτηκε στην καρέκλα για να καταφέρει να κάνει δύο βήματα, άρπαξε αργά ένα από τα παρατημένα ξύλα και συνέχισε με τον ίδιο απειλητικό τόνο.
«Μαμά, εγώ είμαι!»
«Δε με γελάς εμένα! Σου το είχα πει όταν με πήρες! Δε θα με γελάσεις ποτέ! Αλλά εσύ δε με πίστεψες! Τώρα που... ιιιιι!!!!!», έκανε ανοίγοντας τα μάτια της διάπλατα. «Είναι αυτή που στέκεται έξω;! Τολμάς να τη φέρνεις εδώ χάμω; Δε σου έφταναν οι κάμποι για να τη βολέψεις;»
Το βλέμμα του πιτσιρικά γύρισε να δει τι έβλεπε η μητέρα του, σαν να μη γνώριζε τι συνέβαινε, και έσβησε όταν έπεσε αναίσθητος από ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. Πέφτοντας στο ξύλινο πάτωμα, συνέχισε να δέχεται μερικά ακόμη χτυπήματα στα πλευρά και ύστερα η μητέρα βγήκε έξω, για να κυνηγήσει την οπτασία...
Κάποια από τα κούτσουρα που είχαν διαλεχτεί καίγονταν πλέον για να ζεστάνουν το φαγητό. Αν λειτουργούσε κάτι σωστά σε τούτο το αχούρι, αυτό ήταν η καμινάδα, που κατάφερνε άξια να ρουφήξει τους υδρατμούς του νοτισμένου ξύλου. Τα χόρτα ανακατεύονταν επιδέξια από τον επίδοξο μαγειράκο μέσα σε ένα - ακόμη και για εκείνη την εποχή - παμπάλαιο σκεύος και η μητέρα βρισκόταν ξαπλωμένη με πλήρεις αισθήσεις.
«Όταν με βλέπεις έτσι, αγόρι μου, να τρέχεις. Ο δαίμονάς μου είναι επικίνδυνος».
«Δεν μπορώ, μαμά. Μπορεί να χτυπήσεις...»
Τα κούτσουρα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είχαν τελειώσει και ο χειμώνας μαστίγωνε κάθε τι ζωντανό, κάθε κουρελού που μάταια πάσχιζε να καλύψει σπασμένα παράθυρα από τον χιονιά. Η κατάκοιτη γυναίκα κάτω από τις κουβέρτες, πέρα από τον δαίμονα μέσα της, είχε να αντιμετωπίσει και ένα βαρύ κρυολόγημα.
«Καίγομαι, καίγομαι που να πάρει!»
Ο μικρός δεν είχε δύναμη πλέον ούτε να παρηγορήσει, πόσο μάλλον να περιποιηθεί, έναν άρρωστο. Η πείνα και το κρύο τον είχαν λυγίσει ψυχοσωματικά. «Άτιμε, διάολε! Γιατί σε ‘μένα, γιατί;! Πονάω, διάολε!» τσίριξε και έφτυσε αίμα πάνω στο μαξιλάρι της. Το κοχλασμένο γουργουρητό που παραγόταν από το αίμα στον φάρυγγα της θύμιζε δαίμονα που ορθωνόταν. Και κάτι τέτοιο θύμισε και στον μικρό, που την είδε να βγαίνει από τα σκεπάσματα με πολύ αργές, αδέξιες αλλά και αδύναμες κινήσεις. Σαν δράκος βγήκε από τη σπηλιά του και στάθηκε άφοβα μπροστά του. Εκείνος κατάλαβε πως κάτι νέο θα είχε να αντιμετωπίσει πάλι, κάτι άσχημο, αλλά δεν ήθελε να εφαρμόσει τη συμβουλή της. Και άλλωστε, έκανε πολύ κρύο για να τρέχει έξω. Δε θα κατάφερνε ούτε στον λόφο να φτάσει.
«Κοίτα με...» του είπε και τον χτύπησε στον ώμο εξασθενισμένα, σαν μωρό που μαθαίνει να ελέγχει τους μυς του, σαν τεμπέλικο σκυλί που κινεί την ουρά του προς έκκληση βοήθειας. Ήταν όση δύναμη είχε. «Κοίτα με, είπα...» επανέλαβε με φωνή αδύναμη όσο και τα χτυπήματά της. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του αφήνοντας τις προσευχές του στην άκρη και παρατήρησε το αίμα που έσταζε από τα χείλη της. Εκείνη έβηξε και βγήκε λίγο ακόμη. «Κοίτα τι μου έκανες, και τώρα δεν έχεις τ’ αρχίδια να με κοιτάξεις καν» πρόσθεσε και τον χτύπησε στο ίδιο σημείο λίγο πιο δυνατά. Επανέλαβε τη φράση αυτή αρκετές φορές, ξανά και ξανά και ξανά, και σε κάθε της φράση το χτύπημα ήταν όλο και πιο δυνατό. Ξεκίνησε από ένα ασθενές, σχεδόν φιλικό θα έλεγε κανείς χτύπημα στον ώμο, και τούτη τη στιγμή βαρούσε, αν όχι με μανία, σίγουρα με μίσος. Από αυτό αντλούσε τη δύναμή της για το επόμενο ‘φιλικό’ χτύπημα. Και όλο και περισσότερο αίμα έφτυνε από τα πορφυρά της χείλη αποκαλύπτοντας την καλά κρυμμένη βίαιη φύση της.
Εκείνος, χωρίς να επιχειρήσει κάποιου είδους προσπάθεια για να την αποφύγει, άφηνε λεπτά δάκρυα να κυλούν στο βρώμικο μάγουλό του και στεκόταν ανήμπορος να αντιδράσει, γεμάτος αγάπη προς το άρρωστο αυτό πρόσωπο.
Τι σου είναι η αγάπη... Κάποιοι πιστεύουν πως απαιτεί τον μεγαλύτερο σεβασμό από όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα, καθώς είναι αιώνιο, κάποιοι άλλοι το μπερδεύουν με τον έρωτα, λέγοντας «σ’ αγαπώ», όταν θα ‘πρεπε να λένε «σ’ ερωτώ», και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά είδη αγάπης. Ο μικρός, όμως, βρισκόταν στη ζωή ελάχιστα χρόνια και μέρες περισσότερες δε θα ξημέρωναν γι’ αυτόν. Έτσι, το τελευταίο «σ’ αγαπώ» που είπε προς τη μητέρα του, όταν εκείνη κατέβαζε με μανία πλέον τον λύχνο προς το κεφάλι του, ήταν το πιο ανόθευτο, καθαρό, χρυσό «σ’ αγαπώ» που έχει ποτέ ειπωθεί.