top of page

Του Σιμιτσάκη Μανώλη

Έρπαιον

Θεέ μου...

Θεέ μου, μάλλον δε με δέχθηκες στο βασίλειο σου.
Με άφησες ανάμεσα σε λύκους και κόρακες να περιπλανιέμαι.
Δε σε ένοιαξε που ήμουν πάντοτε πιστός...
δε σε ένοιαξε που τους σταυρούς φιλούσα...
τα μάτια μου είχαν δακρύσει πολλές φορές μπρος σου, θυμάσαι;
Έφταιξα, αλλά μετάνιωσα, στο πλάι σου μεγάλωσα, θυμάσαι; 

Με θυμάσαι;




Έρπαιον, χαμόσυρμα βρέθηκα στον πρώτο Σου ναό,
καταπάτι στα βλέμματά μας συναντιόμουν, 
ας ήμουν έστω ένας αμνός προσευχόμουν
κι όχι κακόηχος σε καμπανών Σου κραδασμό.

Στον κήπο του εκούρνιαξα με όση ευλάβεια είχε μείνει,
η σκιά του ναού Σου βάραινε, σαν τη χρυσή εκείνη βέρα, 
Αδάμ με γνώση ένιωθα, με φύλλο αστραφτερό, καδένα,
και σα σκουσμάρι έλιωσα, βρωμιά, μέσα στην ίλη.

Μα μια γριά, με κάτανθα μαλλιά, το χώμα σαν ψηλάφισε,
ένιωσε την καταϊδρωμένη παράφωνή μου νότα.
«Μην Τον φοβάσαι, μέσα βρίσκεται, τράβα και ρώτα»
και σαν τη μάνα μου, που μ’ άφησε, έγνεψα και μάκρισε. 

Μέγα πόνο και αμάρτημα έσυρα προς τα ‘σένα,

κι ας μην το έφερες στις εντολές Σου,

σαν φίδι μέσα μου που έπινε αντί για ‘μένα τις βροχές Σου, 
το ένιωσα και σ’ το ‘φερα να τραγουδήσει για την Εύα.

Μονάχα εσύ κι εγώ γνωρίζαμε... θυμάσαι; 
Βράδια και μέρες σε εκλιπαρούσα... θυμάσαι;
Στην όγδοη ημέρα πάντοτε πισωπατούσα... θυμάσαι;
Για αμαρτία μεγαλύτερη ψιθυρίζαμε... θυμάσαι;

Τη μέρα που με αγκάλιασες με το κατάκριμα, 
τότε που μύρια μου άνοιξε η Παναγία τους κρίνους,
τότε που φως με κατάκλυσε με χίλιους ύμνους,
σε ξύλο άκοπο τη μορφή Σου σκάλισα. 

Και φεύγοντας, δοξάζοντας το όνομά Σου πρώτα,
κι αφήνοντας τους κήπους Σου, με αρώματα ανθών Σου,
εκείνη η γριά μ' αντάμωσε σαν αγγελιοφόρο θρος Σου.
«Το ξύλο που εμόρφεψες είν’ του Παραδείσου η πόρτα».

Και στην όγδοη μέρα προχώρησα και τη φωνή Σου βρήκα,
και πάντα ήλιο έβλεπα, μάραμα έρεβος ποτέ, 
το άρμα σου επρόσμενα μ’ αγγέλους και σάλπιγγες βροντές,
δεσμά αιώνια να σπάσουν, απ’ το βαρύ μου μνήμα.

Αλλά γελάστηκα... και άρμα δεν εφάνη, μόνος σύρθηκα ξανά. 
Γελάστηκα... και ο ήλιος με έκαιγε, τα πόδια δε με βάσταξαν.
Αλλά γελάστηκα... ύαινες και δράκοι με κατάκτησαν.
Γελάστηκα... και τώρα, στεφάνι αγκάθινο ο καθένας μας φορά.

Δεν κατηγορώ Εσέ, Ω Παντοδύναμε Θεέ,
ας ήμασταν όλοι άξιοι να μας φίλευες,
ας σε δεχόμασταν όταν τυφλά μας γύρευες, 
στο σκότος, όμοιο με τούτο που βρέθηκα, χωρίς να θες.

Δεν κατηγορώ Εσέ, Ω μεγαλοδύναμε Θεέ,
τη φωτιά των αμνών σου εσύ κρίνεις και δικάζεις. 
Μα και πάλι, ίσως για το ρόλο τούτο άλλος να σε έχει ράψει,
κρυφά απ’ την Παναγιά, σ’ εκείνον να ωρύεσαι για όσα φταις. 

Με θυμάσαι; Όχι; Δεν πειράζει, Θεέ μου, ας σ’ είχα πρώτα. 
Τα πόδια μου πονούν ξανά... η μνεία μου σε χαιρετά.
        Όχι, όμως, και ‘κείνη τη μάκω, τη γριά με τα κάτανθα μαλλιά,

πού ‘πρεπε να μου ‘χε πει «Τράβα αλλού και ρώτα».

Anchor 1
bottom of page